κερασέα

κερασέα
Ονομασία οικισμών. Βλ. λ. Κερασιά.
* * *
η (Μ κερασέα)
βλ. κερασιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κερασέα — κερασέᾱ , κερασέα cherry tree fem nom/voc/acc dual κερασέᾱ , κερασέα cherry tree fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερασέᾳ — κερασέᾱͅ , κερασέα cherry tree fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγάλη Κερασέα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 204 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται σε απόσταση 38 χλμ. ΒΔ των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαμπάκας …   Dictionary of Greek

  • κερασέας — κερασέᾱς , κερασέα cherry tree fem acc pl κερασέᾱς , κερασέα cherry tree fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερασέαν — κερασέᾱν , κερασέα cherry tree fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γκότοβος, Αθανάσιος — (Κερασέα Ιωαννίνων 1951 –). Καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας. Σπούδασε στο ιεροδιδασκαλείο Βελλάς, στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βερολίνου. Σταδιοδρόμησε ως πανεπιστημιακός στο Πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

  • Kozani — Gemeinde Kozani Δήμος Κοζάνης (Κοζάνη) …   Deutsch Wikipedia

  • κερασιά — Δέντρο του γένους Prunus της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της ανατολικής Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας. Περιλαμβάνει καλλιεργούμενες και άγριες ποικιλίες. Τα δύο πιο κοινά είδη του γένους είναι ο κέρασος ο γλυκόκαρπος (Prunus …   Dictionary of Greek

  • GR-A27 — Nationalstraße 3 (Ethiniki Odos 3) Länge: ca. ca. 500 km …   Deutsch Wikipedia

  • GR-EO3 — Nationalstraße 3 (Ethiniki Odos 3) Länge: ca. ca. 500 km …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”